Είναι η διαγνωστική μέθοδος που επιτρέπει την μελέτη της μορφολογίας και αγγείωσης μιας αλλοίωσης του μαστού και μπορεί με μεγάλη αξιοπιστία να την χαρακτηρίσει ως καλοήθη ή κακοήθη. Αποτελεί πρόσθετο βοήθημα στη διάγνωση του καρκίνου του μαστού με πολύ μεγάλη ευαισθησία καθώς μπορεί να ανιχνεύσει βλάβες πολύ μικρού μεγέθους, μικρότερες των 5 χιλιοστών.
Η Μαγνητική Τομογραφία χρησιμοποιεί μαγνήτη και ραδιοσυχνότητες, οι οποίες απορροφώνται από τους ιστούς του σώματος και στη συνέχεια απελευθερώνονται δίνοντας σήμα ανάλογο με την ποιότητα των ιστών. Ένας υπολογιστής μεταφράζει τα σήματα των ιστών και παράγει λεπτομερείς εικόνες των οργάνων και των δομών του σώματος. Συνήθως χρησιμοποιείται σκιαγραφική ουσία αντίθεσης (παραμαγνητική ουσία) που εγχέεται ενδοφλέβια πριν ή κατά την διάρκεια της εξέτασης. Το σκιαγραφικό συμβάλλει στην δημιουργία καθαρότερης εικόνας και καλύτερης ανάδειξης των αλλοιώσεων.
Η μαγνητική μαστογραφία όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τη Μαστογραφία και το υπερηχογράφημα μαστών αποτελεί ένα χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο.
Πότε γίνεται η Μαγνητική Μαστογραφία:
- Σε γυναίκες που έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο του μαστού, για την αξιολόγηση του μεγέθους και την ακριβή θέση του όγκου και για τυχόν ανακάλυψη περισσοτέρων εστιών καρκίνου στον ίδιο η στον άλλο μαστό.
- Σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, δηλαδή σε γυναίκες με ισχυρό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών.
- Σε γυναίκες που είναι αποδεδειγμένα φορείς των μεταλλάξεων BRCA1, BRCA2 (κληρονομικός καρκίνος).